Ρήνα Κατσελλή
Η Κερύνεια της Κύπρου είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στο βόρειο μέρος του νησιού, η οποία αρχίζει από το ακρωτήρι Κορμακίτη, συμπεριλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς των βουνών της Κερύνειας (με τις γνωστές κορυφές Κόρνος, Κυπαρισσόβουνο, Άγιος Ιλαρίωνας, Βουφαβέντο, Πενταδάκτυλος) και τελειώνει στο μέσο περίπου της βόρειας ακτής του νησιού.
Αρχαϊκά – Κυπροκλασσικά χρόνια
Στο χώρο και γύρω από την πόλη της Κερύνειας έχουν βρεθεί ίχνη που βεβαιώνουν πως η περιοχή κατοικείτο από τη Νεολιθική Εποχή (5800-3000 π.Χ.). Έχουν ανασκαφεί τάφοι που δείχνουν ότι το 1650-1050π.Χ., είχαν εγκατασταθεί Μυκηναίοι έμποροι και αργότερα με το τέλος του Τρωϊκού πολέμου Αχαιοί που φτάνουν κατά κύματα από την Πελοπόννησο και εποικίζουν την Κύπρο. Στα βόρεια παράλια ο εποικισμός είναι τόσο πυκνός που η περιοχή παίρνει την ονομασία «Αχαιών Ακτή».
Κτήτορας της Κερύνειας αναφέρεται έμμεσα από το Λυκόφρονα ο Κηφέας, στρατιωτικός, που ήρθε με λαό από διάφορες πόλεις της Αχαΐας. Μια από αυτές ήταν και η Κερύνεια, κοντά στο σημερινό Αίγιο της Πελοποννήσου.
Η αρχαιότερη αναφορά της Κερύνειας, μαζί με άλλες 7 πόλεις/βασίλεια της Κύπρου, βρίσκεται σε αιγυπτιακή επιγραφή της εποχής του Φαραώ Ραμσή Γ ΄ (1125-1100 π.Χ.).
Η μικρή απόσταση που τη χωρίζει από την απέναντι Μικρασιατική ακτή βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου της. Τα πλοία ξεκινώντας από τα νησιά του Αιγαίου έπλεαν κατά μήκος των ακτών και διασταύρωναν τη μικρή θαλάσσια απόσταση και έφταναν στα βόρεια ακρογιάλια της Κύπρου, κυρίως στις δυο πόλεις/βασίλεια, τη Λάπηθο και την Κερύνεια.
Απόδειξη της εμπορικής δραστηριότητας είναι το αρχαίο ναυάγιο που βρέθηκε λίγο έξω από το λιμάνι της. Το δρομολόγιο που ακολούθησε (τέλος 4ου, αρχές 3ου αιώνα), Σάμος, Κως, Ρόδος, παράλια Μικράς Ασίας, Κερύνεια, επιβεβαιώνει τις στενές θαλάσσιες εμπορικές σχέσεις της πόλης με άλλες πόλεις/βασίλεια της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι διάφοροι λαοί που κυριαρχούν κατά καιρούς στην περιοχή, Ασσύριοι (8ος π.Χ.), Αιγύπτιοι (560 – 545 π.Χ.) και Πέρσες (545 – 332 π.Χ.), αναγκάζουν τους Κύπριους βασιλιάδες να πληρώνουν φόρο, χωρίς όμως να επεμβαίνουν στα εσωτερικά του ντόπιου πληθυσμού που διατηρεί το χαρακτήρα, τη θρησκεία, τη γλώσσα (ελληνική), τα ήθη και τα έθιμα του.
Ελληνιστικά / Ρωμαϊκά χρόνια, 312 π.Χ. – 395μ.Χ
Στη διαμάχη των διαδόχων του M. Aλεξάνδρου το βασίλειο της Kερύνειας ήταν υποταγμένο στο βασιλιά της Λαπήθου, που τάχθηκε με το μέρος του Aντίγονου. Mετά την επικράτηση των Πτολεμαίων σε ολόκληρη την Kύπρο οι κυπριακές πόλεις/βασίλεια καταργούνται από τον Πτολεμαίο A΄ τον Λάγου (312 π.X.). H Kερύνεια, χάρις στο θαλασσινό εμπόριό της, συνεχίζει να ευημερεί. Tον 2ο αιώνα π.X. αναφέρεται στους καταλόγους του Mαντείου των Δελφών ως μια από τις έξι πόλεις της Kύπρου που ήταν Θεωροδόκος, δηλαδή που εδέχετο τους ειδικούς απεσταλμένους του Mαντείου για να μαζεύουν αφιερώματα, και αυτό είναι ένδειξη για τον πλούτο της. Yπάρχουν μαρτυρίες ότι στην Kερύνεια υπήρχε ιερό τόσο του Aπόλλωνα, όσο και της Aφροδίτης. Oι τάφοι των Ελληνιστικών χρόνων που ανακαλύφθηκαν στη σημερινή Kερύνεια ενισχύουν τη μαρτυρία της ευμάρειας, γιατί είναι πλούσιοι σε ευρήματα.
Η τοποθεσία της πόλης αυτή την εποχή ήταν ανατολικά του φρουρίου, ενώ το ελληνιστικό της κοιμητήριο απλωνόταν δυτικά και για τούτο τον 19ον αιώνα η περιοχή ονομαζόταν «μνήματα των ειδωλολατρών».
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους (58 π.Χ. – 395 μ.Χ.) διοικητικό κέντρο της επαρχίας είναι η γειτονική Λάπηθος. Όμως η Kερύνεια είναι μεγάλη κοινότητα, όπως μαρτυρούν οι πολλοί και πλούσιοι σε κτερίσματα τάφοι της Ρωμαϊκής εποχής, που ανασκάφηκαν, και αποτελεί δήμο. Σε επιγραφή πάνω σε πωρόλιθο που αποτελούσε βάση αγάλματος αναφέρεται ο “Κερυνητών Δήμος” (13-37 μ.Χ.). Οι Ρωμαίοι, με την οικοδομική δραστηριότητα που τους χαρακτηρίζει, αφήνουν τα σημάδια τους εδώ. Χτίζουν φρούριο και κυματοθραύστη μπροστά, για να μπορούν να αγκυροβολούν με ασφάλεια τα πλοία και κατασκευάζουν δρόμο που ενώνει την Κερύνεια με το εσωτερικό του νησιού.
Χριστιανικά/Βυζαντινά χρόνια, 395 – 1191
Το μήνυμα του Ιησού δεν αργεί να φτάσει. Τα παλιά λατομεία στην περιοχή της Χρυσοκάβας, ανατολικά του φρουρίου της Κερύνειας, γίνονται κατακόμβες και τάφοι των πρώτων χριστιανών μαρτύρων. Αργότερα μερικοί από αυτούς γίνονται εκκλησίες με ωραίες τοιχογραφίες, όπως η “Αγία Μαύρη”. Η Κερύνεια έχει μητροπολίτη και ένας από τους πρώτους επισκόπους της, ο Θεόδοτος, συλλαμβάνεται και βασανίζεται επί αυτοκράτορος Λικινίου (307-324 μ.Χ.). Η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του στις 2 Μαρτίου.
Με το χωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική το 395 μ.Χ., η Κύπρος συγκαταλέγεται στο Βυζαντινό κράτος και στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στη μέση Βυζαντινή περίοδο 10ος – 12ος αιώνας, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ενισχύουν το φρούριο της πόλης και χτίζουν δίπλα εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, που χρησιμεύει ως στρατιωτικό παρεκκλήσι. Μετά την καταστροφή της Λάμπουσας από τις αραβικές επιδρομές στις αρχές του 9ου αιώνα, η σημασία της Κερύνειας μεγαλώνει χάρη στην ασφάλεια που της παρέχει το φρούριο με το στρατιωτικό άγημα που την προστατεύει. Ο τελευταίος βυζαντινός διοικητής του νησιού, Ισαάκιος Κομνηνός, στέλλει εδώ την οικογένεια και τους θησαυρούς του, το 1191, όταν τον κυνηγά ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας, που δεν αργεί να κυριέψει το νησί.
Λουζινιανοί – Ενετοί, 1191 – 1570
Επειδή ο Ριχάρδος χρειαζόταν χρήματα, πωλεί το νησί πρώτα στους Ναΐτες και όταν αυτοί μετανιώνουν και του το επιστρέφουν, το αγοράζει ο Γουΐδων Λουζινιανός, το 1192 μ.Χ. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας τα γύρω χωριά γίνονται φέουδα και η Κερύνεια το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Οι αυτόχθονες κάτοικοι (Ελληνοχριστιανοί ορθόδοξοι) μετατρέπονται σε δουλοπάροικους και για πρώτη φορά χάνουν την προσωπική τους ελευθερία. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες μετατρέπονται σε καθολικές και από την πόλη εκδιώκεται η Ορθόδοξη Μητρόπολη. Το βυζαντινό φρούριο μεγαλώνει, κτίζονται τείχη με πύργους γύρω από την πόλη και το λιμάνι, ενώ τα οχυρωματικά έργα επεκτείνονται και στα υπάρχοντα από τους βυζαντινούς κάστρα του Αγίου Ιλαρίωνα, του Βουφαβέντο και της Καντάρας. Τα τέσσερα κάστρα αποτελούν ενιαίο αμυντικό τείχος, που προστατεύει την πόλη από στεριά και θάλασσα. Η Κερύνεια και το φρούριό της πρωταγωνιστούν σε πολλές διαμάχες των Φράγκων βασιλιάδων, καθώς και στις διαμάχες τους με τους Γενουάτες. Το φρούριο της Κερύνειας γνωρίζει πολλές και άγριες πολιορκίες αλλά ποτέ δεν εκπορθείται.
Όταν μεταβιβάζεται η Κύπρος στους Ενετούς (1489 μ.Χ.), το φρούριο της Κερύνειας διαφοροποιείται, για να ανταποκρίνεται στα νέα πολεμικά δεδομένα, μετά την εφεύρεση του μπαρουτιού και την κατασκευή μεγάλων κανονιών. Έτσι χαλούν τους τρεις από τους τέσσερις κομψούς και λεπτούς πύργους των Λουζινιανών, καθώς και τα βασιλικά διαμερίσματα του φρουρίου και στη θέση τους κτίζουν χοντρούς καμπυλόγραμμους πύργους που αντέχουν στους κανονιοβολισμούς. Δεν χρειάστηκε όμως να χτυπήσουν οι Τούρκοι το φρούριο, γιατί παραδόθηκε το 1571 στα τουρκικά στρατεύματα.
Η κατάσταση για τους Έλληνες Κύπριους όχι μόνο δεν αλλάζει κάτω από την διοίκηση των Ενετών αλλά χειροτερεύει.
Οθωμανικός ζυγός, 1570 – 1878
Το 1570 εισβάλουν στην Κύπρο τα στρατεύματα του Οθωμανού Σουλτάνου Λαλά Μουσταφά. Καταλαμβάνουν τη Λευκωσία και Αμμόχωστο μετά από πολιορκία. Η Κερύνεια παραδίδεται από το διοικητή της, Ιωάννη Μουτάτζιο, αμαχητί στις 14 Σεπτεμβρίου 1570.
Οι Οθωμανοί, παρόλο που έχουν την Κερύνεια πρωτεύουσα μιας από τις τέσσερις επαρχίες της Κύπρου αρχικά και μετά μιας από τις έξι, δεν αφήνουν κανένα Έλληνα Χριστιανό να μπει στην εντός των τειχών πόλη και ειδικά στο φρούριο, γιατί εδώ είναι το τάγμα των Τούρκων πυροβολητών (τοπζήδων) μαζί με τις οικογένειές τους. Αυτοί είναι ο φόβος και ο τρόμος της γύρω περιοχής με τις αυθαίρετες λεηλασίες και τα εγκλήματά τους. Οι λίγοι ντόπιοι κάτοικοι της Κερύνειας που τολμούν και μένουν είναι άνθρωποι της θάλασσας που ζουν σε σπίτια γύρω από τα ερημωμένα τείχη. Οι περισσότεροι Κερυνειώτες μετατοπίζονται στην Πάνω Κερύνεια, το Ρηάτικο (περιοχή που ανήκε προηγουμένως σε κάποιο ρήγα), και στα γύρω χωριά, Θέρμια, Καράκουμι, Καζάφανι, Μπέλλαπαϊς και στο κακοτράχαλο Κάρμι.
Το 1631 ο Sieur de Stochave γράφει σχετικά: «Μείναμε μια μέρα στη Κερύνεια που ήταν κάποτε μια από τις ωραιότερες και σπουδαιότερες πόλεις του νησιού και που τώρα είναι κατά κύριο λόγο ερειπωμένη. Ο μεγαλύτερος αριθμός των κατοίκων της είναι Έλληνες».
Το πρώτο ξαναζωντάνεμα της πόλης προέρχεται από τους ναυτικούς που φροντίζουν με δώρα να τα έχουν καλά με τον Τούρκο δυνάστη, για να μπορούν να διατηρούν εμπόριο με την απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας και με τα νησιά του Αιγαίου. Το 1783 ανακαινίζουν την εκκλησία Χρυσοπολίτισσα μέσα στην Κερύνεια και στη συνέχεια, μετά το ευνοϊκό διάταγμα του Σουλτάνου (Χάττ-ι-Χουμαγιούν) το 1856, που δίνει πολιτικά δικαιώματα και στους Χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο ανακαταλαμβάνει την ερημωμένη πόλη του (κάτω Κερύνεια) ύστερα από 200 χρόνια. Ξαναχτίζουν σε βράχο, απέναντι στη θάλασσα, την εκκλησία του Μιχαήλ Αρχάγγελου και αναστηλώνουν την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοπολίτισσας. Το εμπόριο με την απέναντι ακτή ανθεί και τα γεννήματα της στενόμακρης πεδιάδας επιτρέπουν στους κατοίκους να ζουν άνετα και να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Στην περίοδο αυτή εγκαταστάθηκαν και μερικές Τούρκικες οικογένειες που ζουν ειρηνικά με τους ντόπιους Ελληνοχριστιανούς. Παρόλο που κάτω από τον Τούρκικο ζυγό τα περισσότερα μέρη της Κύπρου μαστίζονται από φτώχεια, η επαρχία Κερύνειας έχοντας έσοδα από την γεωργία και την θάλασσα σχετικά ευημερεί και ελκύει δραστήριους κατοίκους ακόμη και από τα Ελληνικά νησιά που παντρεύονται στη πόλη της Κερύνειας δίνοντας στις οικογένειες τους επίθετα από τον τόπο καταγωγής τους π.χ. «Χιωτέλλης» από Χίο, «Σκοπελίτης» από Σκόπελο, «Κρανιδιώτης» από Κρανίδι κλπ.
Λίγο πριν την Αγγλική κατοχή, η Κερύνεια έχει το δημαρχείο της, Ελληνικό και Τούρκικο σχολείο, καθώς επίσης και τηλέγραφο.
Αγγλοκρατία, 1878 – 1960
Το 1878, μετά από μυστικές συμφωνίες μεταξύ των Βρετανών και της Οθωμανικής Κυβέρνησης, το νησί εκχωρείται στη Μεγάλη Βρετανία ως στρατιωτική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 12 Ιουλίου, οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν στην παραλία της Κερύνειας, παρέλαβαν το φρούριο και ύψωσαν σ΄αυτό την αγγλική σημαία. Οι ντόπιοι Έλληνες κάτοικοι τους υποδέχθηκαν ζητωκραυγάζοντας, γιατί περίμεναν ότι θα οδηγούσε στην ένωση με την Ελλάδα έχοντας υπόψη ότι η Αγγλία 14 χρόνια πριν είχε παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα. Τέλος Ιουλίου έφτασαν στην Κερύνεια 900 άντρες του αγγλοϊνδικού αποσπάσματος 42ον Highlanders Black Watch. Πρώτος Άγγλος διοικητής της επαρχίας διορίζεται ο λοχαγός F.W.H. Holbeach.
Μια και οι Άγγλοι αρχικά δεν κάνουν διοικητικές αλλαγές, η Κερύνεια συνεχίζει ν’ αποτελεί το διοικητικό κέντρο ολόκληρης της επαρχίας και για τούτο εξελίσσεται. Οι Άγγλοι κατα-
σκευάζουν δρόμο που τη συνδέει με τη Λευκωσία και διαμορφώνουν το λιμάνι της. Το Δημαρχείο ανασυγκροτείται και παίρνει δραστήρια μέτρα για εκσυγχρονισμό της πόλης. Το 1893 χτίζεται νοσοκομείο με ιδιωτικές εισφορές.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η Κερύνεια ήταν μια ανθούσα μικρή πόλη με νέο σχολικό κτίριο, δική της εφημερίδα και με κοινωνικά καλλιτεχνικά και αθλητικά σωματεία. Αρχίζει επίσης δειλά, δειλά να αποτελεί τόπο αναψυχής και διακοπών για τους κατοίκους της Λευκωσίας. Υπάρχουν σπίτια/ξενώνες και, το 1906, κτίζεται το πρώτο ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα, το “Ακταίον” από τον Χατζηκωστή. Αυτές όμως οι πρώτες δεκαετίες της βρετανικής διοίκησης, αυξάνουν τις ταλαιπωρίες του πληθυσμού. Αβάστακτοι φόροι, συχνές ανομβρίες και παγκόσμια οικονομική κρίση προκαλεί μαζική μετανάστευση των νέων, ειδικά από την πόλη και την επαρχία, στην Αίγυπτο αρχικά και στις Ηνωμένες Πολιτείες αργότερα.
Το 1922 ξαναγυρίζει, ύστερα από αιώνες, και η μητροπολιτική έδρα στην πόλη με το κτίσιμο Μητρόπολης. Την ίδια χρονιά όμως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που φέρνει τη Μικρασιατική καταστροφή νεκρώνει το εμπόριό της και η πόλη κινδυνεύει να χάσει κάθε οικονομική ζωτικότητα. Τότε κάποιος Κερυνειώτης, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, γυρίζει και ιδρύει τα πρώτα σύγχρονα ξενοδοχεία στην πόλη, το Seaview το 1922 και το Dome το 1932, κοντά στη θάλασσα, με κύριο στόχο να προσελκύσει ξένους επισκέπτες. Το όμορφο λιμάνι, οι πολλές αρχαιότητες, το μαγευτικό τοπίο που συνδυάζει θάλασσα, πεδιάδα, βουνό, με την πλούσια βλάστηση σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ευκολίες διαμονής προσελκύουν γρήγορα πολλούς ξένους και η Κερύνεια αναζωογονείται με τον τουρισμό. Μετά τον β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κτίζονται και άλλα ξενοδοχεία. Η πόλη εξακολουθεί να είναι ο αγαπημένος τόπος ξεκούρασης των Λευκωσιατών. Κοντά στους Έλληνες και Τούρκους κατοίκους της τώρα προστίθενται και αρκετοί Άγγλοι, που την διαλέγουν ως μόνιμη κατοικία τους.
Κυπριακή Δημοκρατία 1960 –
Μετά την ανεξαρτησία (1960) η πρόοδος της Κερύνειας αναστέλλεται κάπως με τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64. Παρόλο που οι συγκρούσεις στην Κερύνεια είναι σχεδόν ανύπαρκτες, οι οπλισμένοι Τούρκοι παρακρατικοί αποκόπτουν το δρόμο Λευκωσίας/Κερύνειας και κατακρατούν το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα. Όμως κατασκευάζεται καινούργιος δρόμος από ανατολικά και η πόλη συνεχίζει να φιλοξενεί τουρίστες, ενώ τα ξενοδοχεία της πληθαίνουν.
Τη δεκαετία του ’60 χτίζεται νέο Δημαρχείο. Ιδρύεται Λαογραφικό Μουσείο. Το αρχαίο ναυάγιο της Κερύνειας ανασύρεται από την θάλασσα, συντηρείται και εκτίθεται με όλους τους αμφορείς και το φορτίο του στο φρούριο της Κερύνειας. Οι πολιτιστικές δραστηριότητες της πόλης πολλαπλασιάζονται. Εκτός από τις παραδοσιακές γιορτές του Κατακλυσμού και των Φώτων οργανώνεται Έκθεση Ανθέων, γίνονται συχνά στο φρούριο θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες κτλ. Στη θάλασσα οργανώνονται ιστιοπλοϊκοί αγώνες. Η Κερύνεια, η πιο μικρή πόλη της Κύπρου, είναι αναμφισβήτητα το ομορφότερο διαμάντι του νησιού.
Όλοι, Έλληνες, Τούρκοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι, Λατίνοι και Άγγλοι συμβιώνουν και συνεργάζονται ειρηνικά. Η πόλη όμως δεν περιορίζεται πια στις δυο παραδοσιακές γειτονιές της, την Κάτω Κερύνεια και την Πάνω (Ρηάτικο), αλλά επεκτείνεται προς το βουνό, σχηματίζοντας τη νέα γειτονιά της Καλλιφόρνιας, ενώ ενώνεται σχεδόν με τα χωριά Θέρμια, Καράκουμι και Άγιο Γεώργιο. Το 1974 υπήρχαν 47 χωριά στην επαρχία Κερύνειας. Οι Ελληνοκύπριοι μαζί με τους Μαρωνίτες αποτελούσαν το 83,12% του πληθυσμού και οι Τουρκοκύπριοι το 15,34%.
Τουρκική Εισβολή / Κατοχή, 1974
Η τουρκική εισβολή στις 20 του Ιούλη 1974 κόβει τα πάντα! Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της, κάτω από τους πολυβολισμούς των τουρκικών αεροπλάνων, τις συλλήψεις, εκτελέσεις και βιασμούς, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Οι περισσότεροι που εγκλωβίζονται μεταφέρονται στο ξενοδοχείο Dome, από όπου αναγκάζονται από τον Τούρκο εισβολέα να φύγουν μαζί με τους Ελληνοκύπριους κατοίκους της υπόλοιπης επαρχίας. Μετά το απάνθρωπο εθνικό ξεκαθάρισμα που επέβαλαν οι Τούρκοι εισβολείς σε βάρος των Ελληνοκυπρίων, μόνο μερικές εκατοντάδες Μαρωνίτες επιτράπηκε να παραμείνουν στα χωριά τους, που και αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, λόγω των συνεχών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους από τον τουρκικό κατοχικό στρατό. Τώρα απομένουν μόνον μερικές δεκάδες εγκλωβισμένοι από αυτούς. Από τους Άγγλους μόνιμους κατοίκους που στην πόλη και στα περίχωρα φτάνουν τους 2.500 μένουν το 1976 μόνον 180. Τα σπίτια, οι εκκλησίες και τα δημόσια κτίρια και σχολεία λεηλατούνται και καταστρέφονται συστηματικά.
Η συγκροτημένη κοινότητα των Κερυνειωτών, παρόλο που έχει σκορπίσει στο μη κατεχόμενο μέρος του νησιού, δεν είναι αφανισμένη. Το Δημαρχείο της στεγάζεται μαζί με το Λαογραφικό Όμιλό του στη Λευκωσία, οι ψηφοφόροι της Κερύνειας ασκούν σε ξεχωριστούς καταλόγους τα πολιτικά τους δικαιώματα και αναμένουν υπομονετικά την επιστροφή τους στα σπίτια και τις περιουσίες τους.